- περιβλεπτικός
- περι-βλεπτικός, ή, όν,A circumspect, Cat.Cod.Astr.2.166.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιβλεπτικός — ή, όν, Α [περίβλεπτος] αυτός που επιδεικνύει περίσκεψη, συνετός … Dictionary of Greek